- παρασχιστής
- και παρασχίστης, ὁ, Α [παρασχίζω]1. αυτός που σχίζει από τα πλάγια ή κατά μήκος τα σώματα για να τά ταριχεύσει2. ο ακρωτηριαστής3. διαρρήκτης, κλέφτης που κάνει διάρρηξη θύρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρασχιστεία — ἡ, Α [παρασχιστής] νεκροτομία, ιδίως τομή για ταρίχευση … Dictionary of Greek
παρασχιστικός — ή, όν, Α [παρασχίστης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παρασχίστη, στον ταριχευτή … Dictionary of Greek